- ρουχαλάκι
- το, Ν [ρούχο]1. μικρό ρούχο, μικρό ένδυμα («τα ρουχαλάκια τού μωρού»)2. φτωχικό ή αγαπημένο ένδυμα.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ιματίδιον — ἱματίδιον, τὸ (Α) μικρό ιμάτιο, ρουχαλάκι. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἱμάτιον + υποκορ. κατάλ. ίδιον (πρβλ. γον ίδιον, χοιρ ίδιον)] … Dictionary of Greek